huesudo - ορισμός. Τι είναι το huesudo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι huesudo - ορισμός


huesudo      
adj.
Que tiene o muestra mucho hueso.
huesudo      
huesudo      
huesudo, -a adj. Con los huesos muy acusados.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για huesudo
1. Ayer lo hizo en Vila-real, frente a un rival huesudo, con un fútbol exquisito, sobre todo en la segunda parte.
2. Con Francia a lo suyo y España travestida, el encuentro resultó huesudo de principio a fin, con dos porteros sin escena, fuera de plano toda la noche.
3. La hija de Dickens, harta de la presencia del danés, le puso como apodo el de "huesudo aburrido" en referencia a la extrema delgadez del famoso escritor de cuentos de hadas.
4. Un pivot de 21 años que venía de disputar los Juegos Olímpicos de Atlanta y un flacucho huesudo de 1' que ya prometía festejaron el tercer puesto y la clasificación para el Mundial de Australia.
5. En un torneo de trazo largo y tan huesudo como éste, el grupo de Aíto García Reneses necesitó desgastarse más de la cuenta por su hierática puesta en escena ante un adversario sin rango, pero estimulado por sus Juegos.
Τι είναι huesudo - ορισμός